πολυτεχνής

πολυτεχνής
-ές, Α
κατασκευασμένος με πολλή τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. α-τεχνής. Η οξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυτέχνης — ὁ, Α αυτός που γνωρίζει πολλές τέχνες, ο ασκημένος σε πολλές τέχνες, πολυτεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο τέχνης. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία] …   Dictionary of Greek

  • πολυτεχνέα — πολυτεχνής wrought with much art neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυτεχνής wrought with much art masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτεχνείο — το, Ν (εκπαιδ.) ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο διδάσκονται εφαρμοσμένες επιστήμες και καλές τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Λ. Καφταντζόγλου] …   Dictionary of Greek

  • πολύτεχνος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος της Αηδόνας, η οποία καυχήθηκε ότι ήταν περισσότερο ευτυχισμένη από την Ήρα επειδή ζούσε αρμονικότερα με τον άντρα της από ό,τι η θεά με τον Δία. * * * η, ο/πολύτεχνος, ον, ΝΑ επιδέξιος ή ασκημένος σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՐՈՒԵՍՏ — (ի, ից.) NBH 1 417 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 8c, 10c ա. πολύτεχνος, πολυτεχνής multas artes callens, multum artificii habens, et valde artificiosus Հմուտ բազում արուեստից. բազմահնար. ճարտար՝ ոք կամ ինչ. շատ վարպէտ. ... *Ածեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πολυτέχνεω — πολυτέχνεω̆ , πολυτέχνης skilled in divers arts masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτέχνου — πολύτεχνος skilled in many arts masc/fem/neut gen sg πολυτέχνης skilled in divers arts masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”